Η Ιωάννα θέλει να γίνει ζωγράφος. Κρυφή της επιθυμία είναι να μάθει να ζωγραφίζει στον καμβά με κάρβουνο. Αναζητάει τη λεπτή έκφραση μέσα από έργα τέχνης και προσπαθεί συνεχώς να εξερευνήσει το νόημα και την αλήθεια που κρύβεται πίσω από μεγάλους ζωγράφους. Ζει σε μία μικρή επαρχιώτικη πόλη στην οποία η ηρεμία είναι συνώνυμη ενός πρωτόγνωρου κόσμου που ξεδιπλώνεται μπροστά της. Θέλει να μεταφέρει στα θέματα ζωγραφικής της τη φολκλορική φύση. Περνάει αρκετές ώρες στο μοτέλ στο οποίο έχει νοικιάσει δωμάτιο. Είναι φοιτήτρια στη σχολή καλών τεχνών και φιλοδοξεί να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο μεταφέροντας την ανθρώπινη ιδιοσυγκρασία γύρω από την τέχνη. Ίσως μάλιστα καταφέρει να φτιάξει ένα τοπικό στούντιο. Μέσα από τη ζωγραφική η Ιωάννα μαθαίνει να εκφράζεται μέσα από τις σκέψεις των ανθρώπων με τους οποίους επικοινωνεί. Η έκφραση και η αναπαράσταση αποτελούν για αυτήν ιδιαίτερη καλλιτεχνική ανησυχία. Για αυτήν η ζωγραφική αποτελεί ένα φιλόδοξο πολιτισμικό κίνημα. Θέλει να μεταφέρει τις καλλιτεχνικές ιδέες της σε ανθρώπους της τέχνης και να δημιουργήσει σκηνές ζωής με εκλεπτυσμένα χρώματα. Κατά τις σπουδές της αναζητάει την ιστορία και τη φιλοσοφία που εκφράζουν τα έργα ζωγραφικής. Αντιλαμβάνεται πως κάθε έργο περιγράφει μέσα από χρώματα, σύμβολα και χώρους έναν πολιτισμικό κώδικα και έναν κοσμικό ορίζοντα. Για αυτήν τα συναισθήματα στη ζωγραφική αποτυπώνονται μέσα από τα κύματα που αναπαράγουν οι σκέψεις των ανθρώπων. Μπορεί με τον τρόπο αυτό, να δημιουργεί καθημερινά ατελείωτα θεματικά πλαίσια. Κάποια από αυτά θα καταφέρει να τα ζωντανέψει μέσα από τα έργα της, γιατί πιστεύει πως η τέχνη μεταφέρεται στις ψυχές των ανθρώπων. Καθώς σκέφτεται όλα αυτά στο δωμάτιο, κατεβαίνει για να πιει καφέ με την ιδιοκτήτρια του μοτέλ.
2 σχόλια:
Συγκινημένη η Μάρτα πέρασε αργά την παλάμη της από το κεφάλι του κσι τον χαϊδεψε, και καθώς αυτός δεν τραβιόταν και συνέχισε να την κοιτάζει προσηλωμένα, εκείνη έπιασε ένα κάρβουνο και βάλθηκε να τραβά στο χαρτί τις πρώτες γραμμές ενός σκίτσου. Αρχικά τα δάκρυα δεν την άφηναν να δεί καλά, αλλά σιγά-σιγά, και καθώς το χέρι της αποκτούσε σιγουριά, τα μάτια της ξαστέρωναν, και το κεφάλι του σκύλου, σαν να αναδυόταν από το βυθό ταραγμένων νερών, φάνηκε σ'όλη του την ομορφιά και τη δύναμη, στο μυστήριο και την απορία του. Από την μέρα αυτήν η Μάρτα,θ'αγαπήσει το σκύλο Ασάδο, όσο γνωρίζουμε πως τον αγαπά κιο Σιπριάνο.
Ζοζέ Σαραμάγκο, Η σπηλιά, (μτφ: Αθήνα Ψυλλιά), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003, σ.87
Κλαψ Κλαψ! Ούχι το σκύλο βρε Δοκησίσοφι!
Δημοσίευση σχολίου