Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

The Writer's Most Dangerous Desire

by Jacob Krueger, http://www.writeyourscreenplay.com/ 

It may be hard to tell from some of the stuff you see coming out of Hollywood, but believe it or not, no one sets out to be a mediocre writer.
No writer dreams of writing that crappy screenplay with the unintelligible plot. No writer fantasizes about creating paper thin characters, canned dialogue, or predictable plot points.
As writers, we share a common desire: we want to write great scripts, fascinating characters, brilliant dialogue, and breathtaking stories that catch people and won’t let them go. We want to say something that matters to us, have our voices heard, and create the kind of movies we grew up loving.
All writers want to be great writers.
Unfortunately, for many writers this need to create something great is actually the biggest obstacle to their writing.
That’s because, as much as we’d all like to, no can can control the quality of their writing.
Occasionally, magic does happen. You wake up one day inspired. You know the story you want to tell, and somehow it just pours out of you, almost like someone else was creating the story and all you have to do is type out the words.
But more often, that magic is elusive. You wake up inspired with a brilliant premise, but feel like you don’t know how to execute it. Or you discover a character that intrigues you, but haven’t the slightest clue what his or her story will be, or how you’re going to find it.
When the words you’re actually writing don’t seem to match the dream of greatness you’re holding in your mind, it’s hard to see yourself as a writer.
You start to feel stuck, lost, or just plain blocked. You may even start to wonder if you really have what it takes to be a writer…
Nonsense.
The desire for greatness is the most dangerous desire for writers.
When you hold it too closely, you not only take all the joy out of writing, but also make it increasingly unlikely that you will ever achieve the greatness you’re seeking.
It’s not that writers shouldn’t strive for great writing. It’s that writing is a process, and to actually create something great, you must first give yourself the freedom to play.
Picasso said that he spent four years trying to paint like Raphael, and the rest of his life trying to paint like a child.
The same is true for writers. Creating something great often means letting go of your goals for your writing (and the judgment that goes with it), and simply allowing yourself to play like a child.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Το τούνελ, Εσωθέατρο

 
 
 
 
 
 

Το Σημείωμα του Σκηνοθέτη

Η διαδικασία της πλήρους κατανόησης του κειμένου στις αναγνώσεις και στις πρόβες με τους ηθοποιούς, ήταν το κυρίαρχο ζητούμενο. Σε δεύτερο στάδιο καθορίστηκαν τα στοιχεία που συνθέτουν την προσωπικότητα των χαρακτήρων του έργου: η ατομικότητα τους, οι σχέσεις τους και η αλληλεπίδραση που έχουν στην «εξέλιξή» τους. Με οδηγό αυτά τα δεδομένα, οργανώθηκε η υποκριτική ερμηνευτική γραμμή των ηθοποιών, με τρόπο ώστε να είναι συνεπής με το ψυχολογικό προφίλ των ηρώων–χαρακτήρων που υποδύονται.

Στο «ΤΟΥΝΕΛ» -που θα το χαρακτήριζα ως ένα «μεταφυσικό δράμα», εάν θέλαμε να το εντάξουμε σε κάποια κατηγορία θεατρικού έργου, ίσως και λόγω της ιδιαιτερότητάς του ως προς το περιεχόμενο, τη δράση, την πλοκή και κυρίως ως προς τον, σε μεγάλο βαθμό, ποιητικό και φιλοσοφικό λόγο του, που συνυπάρχει «σοφά» με τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό της καθημερινότητας-  ο προβληματισμός ως προς τη φόρμα υπήρξε έντονος. Η σκηνοθετική πρόταση έπρεπε με «ακροβασίες» να υπηρετήσει και να συν-προβάλλει, συν-μεταφέρει, συν-μεταδώσει τα αντίθετα άκρα. Η σκηνοθεσία λοιπόν, βασίζεται σε οργανωμένη γραμμική διήγηση εμπλουτισμένη με «μοντέρνα» στοιχεία, τόσο στον τρόπο εκφοράς του λόγου, όσο και στην κίνηση, γεγονός που πιστεύω ότι καθιστά την παράσταση εύληπτη, κατανοητή και δραματικά αποδεκτή για τον θεατή. Με αυτές τις σκέψεις και με την σταθερή άποψη, ότι η σκηνοθεσία δεν πρέπει να ξεχωρίζει, να προβάλλεται, να διεκδικεί πρωτιά σε βάρος του έργου και των συντελεστών του αλλά να εναρμονίζεται και να συνυπάρχει με αυτά και τον τελικό της στόχο: το αξιοπρεπές αποτέλεσμα, συμμετείχα δημιουργικά.

Βέβαια, για την επιτυχία του στόχου απαραίτητο είναι το καλό υλικό και οι ικανοί συνεργάτες. Το ΕΣΩΘΕΑΤΡΟ αναντίλεκτα, τα παρέχει απλόχερα.

Τους ευχαριστώ όλους γι’ αυτό το υπέροχο πέρασμα – ταξίδι, ευχαριστώ κι εσάς για την παρουσία σας.

Μάριος Ρετσίλας

Υ.Γ Το ΕΣΩΘΕΑΤΡΟ συνεπές στις πνευματικές αναζητήσεις του, που τις εκφράζει και μέσα από το θεατρικό του ρεπερτόριο, επιχειρεί με το «ΤΟΥΝΕΛ» να εισδύσει βαθύτερα σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές σκέψεις, και να προβάλει ιδέες, αξίες και ηθικές αρχές, προσπαθώντας να καταστήσει κοινωνούς και συμμέτοχους σε αυτές –χωρίς δογματισμό και ακρότητες– όλους τους σκεπτόμενους φίλους του θεατές.

Τελικά, μέσα από την θεατρική πράξη, όλοι οι συντελεστές και συνεργάτες του ΕΣΩΘΕΑΤΡΟΥ φιλοδοξούν, με σεμνότητα, συνέπεια και ευθύνη να ΠΟΙΗΣΟΥΝ ΗΘΟΣ προσφέροντας έτσι, αυτό που διατύπωσε ο Αριστοτέλης: ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ = ΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ.

Η παράσταση

Το ΕσωΘέατρο θα παρουσιάσει φέτος στη δεύτερη σκηνή του, το έργο του Λεωνίδα Τσίπη «Το Τούνελ».
Ένα ζευγάρι παράνομων εραστών αναζητώντας μια καινούρια ζωή, επιβιβάζεται σε ένα παράξενο τρένο. Τι κρύβει η αινιγματική συμπεριφορά του προσωπικού του; Γιατί δεν υπάρχουν άλλοι ταξιδιώτες; Ποιος και γιατί δεν τους αφήνει να κατέβουν πριν αυτό φτάσει στο τέρμα του; Τα ερωτήματα στοιχειώνουν επιβαίνοντες και θεατές, καθώς το φυσικό συναντά το μεταφυσικό και το πραγματικό το εικονικό, στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, στο ΤΟΥΝΕΛ.
Με υλικό αντλημένο από τις αρχαίες παραδόσεις και φόντο μυθικά τοπωνύμια του κάτω Κόσμου, συντίθεται αυτό το νεοελληνικό μεταφυσικό δράμα -με έντονα τα στοιχεία θρίλερ-, για τις άλλοτε ομαλές και άλλοτε οδυνηρές μεταβάσεις από τη μία στην… άλλη ζωή.

    Την παράσταση υπογράφει σκηνοθετικά ο Μάριος Ρετσίλας,
    το σκηνικό και τα κοστούμια επιμελείται ο Κοσμάς Πανωρίδης,
    τους φωτισμούς ο Τάκης Ποδαρόπουλος,
    τη διδασκαλία κίνησης η Άννα Ζεβελάκη,
    τη μουσική η Ναταλία Τζήμα
        ενώ χρέη βοηθού σκηνοθέτη εκτελεί η Χρύσα Διαμαντάκη.

Παίζουν οι: Τάσος Προύσαλης, Μανόλης Δραγάτσης, Μέλανι Μαρχάινε, Γιώργος Καπετανάκος.

Η υπόθεση του έργου

Στο τρένο εκτός από το ζευγάρι, επιβαίνει και ο Σταθμάρχης. Παράξενο, αλλά μέχρι τότε συνήθιζε να διώχνει τα τρένα κι όχι να πηγαίνει μαζί τους. Αυτή είναι η  πρώτη φορά που ταξιδεύει… Ποιον τους θυμίζει ο Σταθμάρχης, αναρωτιούνται Εκείνος κι Εκείνη; Γιατί η συμπεριφορά του μοιάζει αινιγματική; Γιατί δεν υπάρχουν άλλοι ταξιδιώτες; Και γιατί σ’ αυτή τη διαδρομή δεν υπάρχουν ενδιάμεσες στάσεις;

Γιατί «ο προορισμός αυτού του τρένου είναι να φτάσει στο τέρμα». Και μάλιστα, ακολουθώντας μια αλλόκοτη πορεία που περιλαμβάνει τον Αχέροντα, την Αχερουσία και άλλα τοπωνύμια του… Κάτω Κόσμου. Τα ερωτήματα στοιχειώνουν το ζευγάρι καθώς το φυσικό συναντά το μεταφυσικό και το πραγματικό το εικονικό, στο μεταίχμιο της ζωής και του θανάτου, στο ΤΟΥΝΕΛ. Το ταξίδι λοιπόν προς το Τούνελ είναι ένα πέρασμα, η μετάβαση από  τη ζωή στο θάνατο και στο επέκεινα. Η αναγνώριση αυτής της αλήθειας είναι σταδιακή, οι αποκαλύψεις και «μυήσεις» για τους ταξιδιώτες και τους θεατές διαδοχικές και κορυφούμενες.

Η στιγμή της πρώτης αποκάλυψης φτάνει: ο Σταθμάρχης είναι ο άνθρωπος που χτύπησαν με το αυτοκίνητο, ο ετοιμοθάνατος που παράτησαν. Θα έπαιρναν όρκο πως πέθανε. Μα πως είναι δυνατόν να αντικρίζουν εμπρός τους έναν νεκρό; Η επόμενη συνειδητοποίηση είναι πιο οδυνηρή: αντικρίζουν έναν νεκρό γιατί είναι κι αυτοί νεκροί. Το ατύχημα ήταν μοιραίο για όλους. Τώρα όλοι βρίσκονται στην «αντίπερα όχθη» και οδηγούνται από τον τέταρτο χαρακτήρα-καταλύτη του έργου, τον Μηχανοδηγό. Ο γιος του Ερέβους και της Νύχτας, ο Χάροντας–Μηχανοδηγός, πριν απ’ το πέρασμα της Αχερουσίας, οφείλει να μυήσει τους «ταξιδιώτες» και να τους προετοιμάσει για την ομαλή μετάβαση. Μετά το Τούνελ όλοι θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από τις προσκολλήσεις του πρόσκαιρου υλικού κόσμου. Ο Σταθμάρχης, Εκείνος κι Εκείνη προσλαμβάνουν και αποδέχονται με διαφορετικό τρόπο τη διαδικασία της μύησης από τον Μηχανοδηγό. Ο Σταθμάρχης σαν έτοιμος από καιρό, έχει περάσει απ’ την αρχή στην άλλη πλευρά. Εκείνη, συναισθηματική μεν αλλά με ρεαλιστική ματιά και κριτική σκέψη, αντιλαμβάνεται γρήγορα τη ματαιότητα της ύλης και προσχωρεί χωρίς «προβλήματα». Εκείνος, προσκολλημένος απόλυτα στα υλικά αγαθά, αντιστέκεται μέχρι το τέλος με επιμονή και με βίαιες αντιδράσεις. Όταν όμως καλείται να διαλέξει τον έξω ή τον έσω κόσμο, οι αντιστάσεις του κάμπτονται. Παρά την άγνοια για τον τελικό προορισμό και τον φόβο για το άγνωστο, τελικά η επιλογή ανάμεσα στη μοναξιά του έξω κόσμου και στην έσω πνευματική ανάταση της «άλλης ζωής» θα καταλήξει υπέρ της δεύτερης. Μια επιλογή που οδηγεί στη λύση και τελικά στην κάθαρση.